Καστανή

Καστανή
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 199 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 68 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δελβινακίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • αζωτίνη — η Χημ. αζωτούχο λίπασμα, που προέρχεται από τα υπολείμματα βιομηχανικής επεξεργασίας τού μαλλιού και τού μεταξιού. Είναι καστανή σκόνη, περιέχει 9 12% άζωτο και η ενέργειά της ως λιπάσματος είναι σχετικά αργή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • γατόπαρδος — Την ονομασία αυτή έχουν δύο είδη αιλουροειδών, ένα αφρικανικό και ένα αμερικανικό, που είναι γνωστό και ως αιλουροτίγρης. Ο αμερικανικός γ. έχει μήκος περίπου 1,40 μ. μαζί με την ουρά. Το σώμα του είναι δυνατό και ευκίνητο, τα πόδια του είναι… …   Dictionary of Greek

  • μαλοπάραυος — μαλοπάραυος, ον (Α) (αιολ. τ. τού μηλοπάρειος*) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μαλοπάραυος λευκοπάρειος» 2. πάπ. (αιτ. εν.) μαλοπαρούαν και μαλοπαραύαν (για φοράδα) λευκή και καστανή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο Ησύχιος έχει συνδέσει τον τ. με το μαλός (I) «λευκός», ωστόσο …   Dictionary of Greek

  • σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… …   Dictionary of Greek

  • σκατόλιο — το, Ν χημ. αζωτούχα οργανική ένωση, γνωστή και ως β μεθυλινδόλιο, που σχηματίζεται κατά τη σήψη ή την θέρμανση αλβουμινοειδών υλικών που περιέχουν θρυπτοφάνη, παρουσία αλκαλίων, και η οποία είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό που αποκτά καστανή… …   Dictionary of Greek

  • σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …   Dictionary of Greek

  • σπινός — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …   Dictionary of Greek

  • φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… …   Dictionary of Greek

  • φλογοπίτης — ο, Ν (ορυκτ.) βασικό αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καλίου, τού μαγνησίου και τού σιδήρου, μέλος τής ομάδας τών μαρμαρυγιών, αλλ. καστανός μαρμαρυγίας ή καστανή μίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlogopite < φλογωπός + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”